- υστερογόνος
- ος, ο[ν] вызывающий, порождающий истерию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υστερογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που προκαλεί υστερία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστερία + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καρκινο γόνος] … Dictionary of Greek